συγκεφαλαιωτικός

συγκεφαλαιωτικός
-ή, -ό / συγκεφαλαιωτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [συγκεφαλαιῶ]
ο σχετικός με τη συγκεφαλαίωση ή αυτός που συγκεφαλαιώνει, συνοπτικός («ἡ ῥηθεῑσα προέκθεσις ὀκτὼ ῥαψῳδιῶν συγκεφαλαιωτική», Ευστ.).
επίρρ...
συγκεφαλαιωτικώς και συγκεφαλαιωτικά
με συγκεφαλαιωτικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συγκεφαλαιωτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στη συγκεφαλαίωση: Στο τέλος του βιβλίου υπάρχουν συγκεφαλαιωτικοί πίνακες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγκεφαλαιωτική — συγκεφαλαιωτικός summing up fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκεφαλαιωτικήν — συγκεφαλαιωτικός summing up fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοπτικός — ή, ό / συνοπτικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύνοπτος] 1. συγκεφαλαιωτικός, περιληπτικός 2. σύντομος, βραχύς («συνοπτικός πίνακας») νεοελλ. φρ. α) «συνοπτικά ευαγγέλια» τα τρία πρώτα ευαγγέλια τής Καινής Διαθήκης, το κατά Ματθαίον, το κατά Μάρκον και το κατά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”