- συγκεφαλαιωτικός
- -ή, -ό / συγκεφαλαιωτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [συγκεφαλαιῶ]ο σχετικός με τη συγκεφαλαίωση ή αυτός που συγκεφαλαιώνει, συνοπτικός («ἡ ῥηθεῑσα προέκθεσις ὀκτὼ ῥαψῳδιῶν συγκεφαλαιωτική», Ευστ.).επίρρ...συγκεφαλαιωτικώς και συγκεφαλαιωτικάμε συγκεφαλαιωτικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.